- γυψοποιείο
- το εργαστήριο γύψου.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυψοποιός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Ελληνογαλλικόν Λεξικόν τού Αγγέλου Βλάχου κατ' απόδοση τού γαλλ. platriere].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γυψοποιείο — το το εργαστήριο του γυψοποιού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)